- ετεροιώ
- ἑτεροιῶ, -όω (ΑΜ) [ετεροίος]αρχ.1. καθιστώ κάτι διαφορετικό κατά το είδος2. (η μτχ. ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑτεροιούμεναοι μυθολογικές μεταμορφώσεις (τίτλος έργου τού Νικάνδρου).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἑτεροιῶ — ἑτεροιόω make of different kind pres subj act 1st sg ἑτεροιόω make of different kind pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροίῳ — ἑτεροί̱ῳ , ἑτεροῖος of a different kind masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανετεροίωτος — ἀνετεροίωτος, ον (Α) αμετάβλητος, αναλλοίωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ετεροιώ «μεταβάλλω»] … Dictionary of Greek
ετεροίωση — η (Α ἑτεροίωσις) [ετεροιώ] μεταβολή, αλλοίωση νεοελλ. 1. η μεταβολή, η μετατροπή ενός πράγματος σε άλλο 2. η μετάβαση από το ομοιογενές στο ετερογενές, η μετατροπή ομοίων σε ανόμοια 3. η σχέση διαφοράς μεταξύ πραγμάτων ή εννοιών που ταυτίζονται… … Dictionary of Greek
ετεροιωτικός — ἑτεροιωτικός, ή, όν (Α) [ετεροιώ] 1. ο ικανός για ετεροίωση, ο αλλοιωτικός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἑτεροιωτική φρ. «ἡ τερατολογουμένη ἑτεροιωτική» λέγεται για τη θεωρία τών αισθημάτων τού Χρυσίππου … Dictionary of Greek